βράνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βράνη | οι | βράνες |
γενική | της | βράνης | των | βρανών |
αιτιατική | τη | βράνη | τις | βράνες |
κλητική | βράνη | βράνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβράνη θηλυκό
- (φυσική) υποθετικό αντικείμενο που ταλαντώνεται σύμφωνα με τη θεωρία υπερχορδών