Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βουτανόλη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
βουτανάλη
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βουτανόλ
η
οι
βουτανόλ
ες
γενική
της
βουτανόλ
ης
των
βουτανολ
ών
αιτιατική
τη
βουτανόλ
η
τις
βουτανόλ
ες
κλητική
βουτανόλ
η
βουτανόλ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βουτανόλη
<
γαλλική
butanol
<
butane
(
βουτάνιο
) +
-ol
(
-όλη
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βουτανόλη
θηλυκό
(
χημεία
) οργανική χημική
ένωση
, που περιέχει
άνθρακα
,
οξυγόνο
και
υδρογόνο
(C
4
H
9
OH)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βουτανόλη
αγγλικά
:
butanol
(en)