βουτανάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουτανάλη < αγγλικά: butanal
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουτανάλη θηλυκό ή βουτυραλδεΰδη ή και βουτυρική αλδεΰδη
- οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα, οξυγόνο και υδρογόνο, με μοριακό τύπο C4H8O
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βουτανάλη στη Βικιπαίδεια