βορειομακεδονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βορειομακεδονικός < Βόρεια Μακεδονία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
βορειομακεδονικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τη Βόρεια Μακεδονία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- Η πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην Βόρεια Μακεδονία ανακοίνωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση ενημερώθηκε επισήμως από την βορειομακεδονική κυβέρνηση για την αλλαγή του ονόματος του βαλκανικού κράτους. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- βορειομακεδονικά
- βορειομακεδονική
- → δείτε τις λέξεις Βόρεια Μακεδονία, βόρειος και Μακεδονία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βορειομακεδονικός
|