βορειομακεδονική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βορειομακεδονική | ||
γενική | της | βορειομακεδονικής | ||
αιτιατική | τη | βορειομακεδονική | ||
κλητική | βορειομακεδονική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βορειομακεδονική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου βορειομακεδονικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βορειομακεδονική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (νεολογισμός) η γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας
- ※ Εφόσον επικρατήσει σύντομα διεθνώς η χρήση παντού του όρου «Βόρεια Μακεδονία», φυσιολογικά οι κάτοικοί της θα ονομάζονται διεθνώς Βορειομακεδόνες και η γλώσσα τους πιθανότατα θα είναι γνωστή ως βορειομακεδονική. (* εφημερίδα Η Καθημερινή)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- βορειομακεδονικός
- → δείτε τις λέξεις Βόρεια Μακεδονία, βόρειος και Μακεδονία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βορειομακεδονική
|