βορβοροφαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βορβοροφαγία < βορβοροφάγος + -ία, μορφολογικά αναλύεται βόρβορ(ος) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
βορβοροφαγία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) το να τρώει κάποιος (ή κάτι) βόρβορο, βούρκο, λάσπη
- (μεταφορικά) η ενέργεια ενός βορβοροφάγου, ενός βυθοκόρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
βορβοροφαγία
|