Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλογιάρης η βλογιάρα το βλογιάρικο
      γενική του βλογιάρη της βλογιάρας του βλογιάρικου
    αιτιατική τον βλογιάρη τη βλογιάρα το βλογιάρικο
     κλητική βλογιάρη βλογιάρα βλογιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλογιάρηδες οι βλογιάρες τα βλογιάρικα
      γενική των βλογιάρηδων των βλογιάρικων
    αιτιατική τους βλογιάρηδες τις βλογιάρες τα βλογιάρικα
     κλητική βλογιάρηδες βλογιάρες βλογιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλογιάρης < * ευλογιάρης < μεσαιωνική ελληνική ευλογιά < αρχαία ελληνική εὐλογία

  Επίθετο επεξεργασία

βλογιάρης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία