βλεπάτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βλεπάτορας | οι | βλεπάτορες |
γενική | του | βλεπάτορα | — | |
αιτιατική | τον | βλεπάτορα | τους | βλεπάτορες |
κλητική | βλεπάτορα | βλεπάτορες | ||
Χωρίς γενική πληθυντικού -όρων στο λαϊκό λόγο. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλεπάτορας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βλεπάτορας. Μορφολογικά αναλύεται σε βλέπ(ω) + -άτορας - περισσότερα στο μεσαιωνικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vleˈpa.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλε‐πά‐το‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλεπάτορας αρσενικό
- (δημοτική) παρατηρητής, φύλακας, επόπτης
- ↪ «τον βλεπάτορα μας κάνεις του λόγου σου;» [1]
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βλέπω
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βλεπάτορας (επόπτης, εφορεύων) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλεπάτορας < βλέπ(ω) + -άτορας με την επίδραση του βιγλάτορας
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλεπάτορας αρσενικό
- φρουρός, φύλακας
- άλλες μορφές: βλεπάτορος
Συνώνυμα επεξεργασία
- βλεπιάς (φρουρός, επιτηρητής)
- βιγλάτορας, βιγλάτορος, βιγλατόρης
- φύλαξ, φύλακος, φύλακας
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βλέπω
Πηγές επεξεργασία
- βλεπάτορας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].