πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλεπάτορας οι βλεπάτορες
      γενική του βλεπάτορα
    αιτιατική τον βλεπάτορα τους βλεπάτορες
     κλητική βλεπάτορα βλεπάτορες
Χωρίς γενική πληθυντικού -όρων στο λαϊκό λόγο.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλεπάτορας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη βλέπω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. βλεπάτορας (επόπτης, εφορεύων) - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



Ετυμολογία

επεξεργασία
βλεπάτορας < βλέπ(ω) + -άτορας με την επίδραση του βιγλάτορας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλεπάτορας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη βλέπω