Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βλασφημῶν βλασφημοῦσ τὸ βλασφημοῦν
      γενική τοῦ βλασφημοῦντος τῆς βλασφημούσης τοῦ βλασφημοῦντος
      δοτική τῷ βλασφημοῦντ τῇ βλασφημούσ τῷ βλασφημοῦντ
    αιτιατική τὸν βλασφημοῦντ τὴν βλασφημοῦσᾰν τὸ βλασφημοῦν
     κλητική ! βλασφημῶν βλασφημοῦσ βλασφημοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βλασφημοῦντες αἱ βλασφημοῦσαι τὰ βλασφημοῦντ
      γενική τῶν βλασφημούντων τῶν βλασφημουσῶν τῶν βλασφημούντων
      δοτική τοῖς βλασφημοῦσῐ(ν) ταῖς βλασφημούσαις τοῖς βλασφημοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς βλασφημοῦντᾰς τὰς βλασφημούσᾱς τὰ βλασφημοῦντ
     κλητική ! βλασφημοῦντες βλασφημοῦσαι βλασφημοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βλασφημοῦντε τὼ βλασφημούσ τὼ βλασφημοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν βλασφημούντοιν τοῖν βλασφημούσαιν τοῖν βλασφημούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

βλασφημῶν, -οῦσα, -οῦν

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βλασφημῶ (< βλασφημέω)
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Β΄, 149c @scaife.perseus
    βλασφημούντων οὖν αὐτῶν ἀκούοντες οἱ θεοὶ οὐκ ἀποδέχονται τὰς πολυτελεῖς ταυτασὶ πομπάς τε καὶ θυσίας.
    ※  4oς αιώνας πκε Ισοκράτης, Περὶ τῆς ἀντιδόσεως, 2, @scaife.perseus
    ἐγὼ γὰρ εἰδὼς ἐνίους τῶν σοφιστῶν βλασφημοῦντας περὶ τῆς ἐμῆς διατριβῆς, καὶ λέγοντας ὡς ἔστι περὶ δικογραφίαν, καὶ παραπλήσιον ποιοῦντας ὥσπερ ἂν εἴ τις Φειδίαν τὸν τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕδος ἐργασάμενον τολμῴη καλεῖν κοροπλάθον, ἢ Ζεῦξιν καὶ Παρράσιον τὴν αὐτὴν ἔχειν φαίη τέχνην τοῖς τὰ πινάκια γράφουσιν, ὅμως οὐδὲ πώποτε τὴν μικρολογίαν ταύτην ἠμυνάμην αὐτῶν
    λείπει η μετάφραση