Ετυμολογία

επεξεργασία
βλασφημέω < λείπει η ετυμολογία

βλασφημέω / βλασφημῶ

  1. μιλώ με αισχρές ή ανίερες λέξεις, μιλώ αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα
    → δείτε παράθεμα στο βλασφημῶν
  2. μιλώ με κακεντρέχεια ή προκατάληψη εναντίον κάποιου, δυσφημώ
    → δείτε παράθεμα στο βλασφημῶν
  3. (στην παθητική φωνή) κακολογούμαι, κατηγορούμαι
  4. (στην παθητική φωνή) είμαι βλάσφημος, βλαστημώ το θεό, μιλώ με ασέβεια

Παράγωγα

επεξεργασία