βλασφημέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλασφημέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβλασφημέω / βλασφημῶ
- μιλώ με αισχρές ή ανίερες λέξεις, μιλώ αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα
- → δείτε παράθεμα στο βλασφημῶν
- μιλώ με κακεντρέχεια ή προκατάληψη εναντίον κάποιου, δυσφημώ
- → δείτε παράθεμα στο βλασφημῶν
- (στην παθητική φωνή) κακολογούμαι, κατηγορούμαι
- (στην παθητική φωνή) είμαι βλάσφημος, βλαστημώ το θεό, μιλώ με ασέβεια
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βλασφημέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλασφημέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.