↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιόσφαιρα οι βιόσφαιρες
      γενική της βιόσφαιρας των βιοσφαιρών
    αιτιατική τη βιόσφαιρα τις βιόσφαιρες
     κλητική βιόσφαιρα βιόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιόσφαιρα < βίος + σφαίρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιόσφαιρα θηλυκό

  1. (βιολογία), (γεωγραφία) το σύνολο των ζωντανών οργανισμών και ο χώρος που αναπτύσσονται και αναπαράγονται στη Γη
  2. η περιοχή της Γης όπου ζουν οργανισμοί σε επαφή με την λιθόσφαιρα, την ατμόσφαιρα και την υδρόσφαιρα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία