βιόκοσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βιόκοσμος | οι | βιόκοσμοι |
γενική | του | βιόκοσμου & βιοκόσμου |
των | βιόκοσμων & βιοκόσμων |
αιτιατική | τον | βιόκοσμο | τους | βιόκοσμους & βιοκόσμους |
κλητική | βιόκοσμε | βιόκοσμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιόκοσμος (νεολογισμός) < βιο- + κόσμος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biota)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιόκοσμος αρσενικό