Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοχρονολόγηση οι βιοχρονολογήσεις
      γενική της βιοχρονολόγησης των βιοχρονολογήσεων
    αιτιατική τη βιοχρονολόγηση τις βιοχρονολογήσεις
     κλητική βιοχρονολόγηση βιοχρονολογήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοχρονολόγηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biochronology < αρχαία ελληνική βιο- βίος + χρονολόγηση < χρόνος + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοχρονολόγηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία