βιοκίνδυνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοκίνδυνος < βιο- + κίνδυνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biohazard)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοκίνδυνος θηλυκό
- (νεολογισμός) κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην υγεία ή την ασφάλεια ενός ανθρώπου, ζώου ή φυτού λόγω της έκθεσης σε βιολογικούς παράγοντες (μικροοργανισμούς —βακτήρια, ιούς, μύκητες—, τοξίνες κ.λπ.)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Biohazard στην αγγλική Βικιπαίδεια