Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιοδιασπώμενος η βιοδιασπώμενη το βιοδιασπώμενο
      γενική του βιοδιασπώμενου της βιοδιασπώμενης του βιοδιασπώμενου
    αιτιατική τον βιοδιασπώμενο τη βιοδιασπώμενη το βιοδιασπώμενο
     κλητική βιοδιασπώμενε βιοδιασπώμενη βιοδιασπώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιοδιασπώμενοι οι βιοδιασπώμενες τα βιοδιασπώμενα
      γενική των βιοδιασπώμενων των βιοδιασπώμενων των βιοδιασπώμενων
    αιτιατική τους βιοδιασπώμενους τις βιοδιασπώμενες τα βιοδιασπώμενα
     κλητική βιοδιασπώμενοι βιοδιασπώμενες βιοδιασπώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοδιασπώμενος < μετοχή ενεστώτα του βιοδιασπώμαι

  Μετοχή επεξεργασία

βιοδιασπώμενος -η -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία