biodégradable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
biodégradable | biodégradables |
Επίθετο
επεξεργασίαbiodégradable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης : biodegradable |
ενικός | πληθυντικός |
biodégradable | biodégradables |
biodégradable (fr) αρσενικό ή θηλυκό