Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοαρχαιολογία οι βιοαρχαιολογίες
      γενική της βιοαρχαιολογίας των βιοαρχαιολογιών
    αιτιατική τη βιοαρχαιολογία τις βιοαρχαιολογίες
     κλητική βιοαρχαιολογία βιοαρχαιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοαρχαιολογία < βιο- + αρχαιολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bioarchaeology• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.o.aɾ.çe.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐αρ‐χαι‐ο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοαρχαιολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • βιοαρχαιολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)