βικτοριανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βικτοριανός < αγγλική victorian < Victoria < Alexandrina Victoria (Αλεξανδρίνα Βικτώρια)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.kto.ɾi.aˈnos/
Επίθετο επεξεργασία
βικτοριανός -ή -ό
- που αναφέρεται στην εποχή διακυβέρνησης της Αγγλίας από τη βασίλισσα Βικτόρια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βικτορία