↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βησιγοτθικός η βησιγοτθική το βησιγοτθικό
      γενική του βησιγοτθικού της βησιγοτθικής του βησιγοτθικού
    αιτιατική τον βησιγοτθικό τη βησιγοτθική το βησιγοτθικό
     κλητική βησιγοτθικέ βησιγοτθική βησιγοτθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βησιγοτθικοί οι βησιγοτθικές τα βησιγοτθικά
      γενική των βησιγοτθικών των βησιγοτθικών των βησιγοτθικών
    αιτιατική τους βησιγοτθικούς τις βησιγοτθικές τα βησιγοτθικά
     κλητική βησιγοτθικοί βησιγοτθικές βησιγοτθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βησιγοτθικός < Βησιγότθος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

βησιγοτθικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία