Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βησιγοτθικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βησιγοτθικ
ός
η
βησιγοτθικ
ή
το
βησιγοτθικ
ό
γενική
του
βησιγοτθικ
ού
της
βησιγοτθικ
ής
του
βησιγοτθικ
ού
αιτιατική
τον
βησιγοτθικ
ό
τη
βησιγοτθικ
ή
το
βησιγοτθικ
ό
κλητική
βησιγοτθικ
έ
βησιγοτθικ
ή
βησιγοτθικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βησιγοτθικ
οί
οι
βησιγοτθικ
ές
τα
βησιγοτθικ
ά
γενική
των
βησιγοτθικ
ών
των
βησιγοτθικ
ών
των
βησιγοτθικ
ών
αιτιατική
τους
βησιγοτθικ
ούς
τις
βησιγοτθικ
ές
τα
βησιγοτθικ
ά
κλητική
βησιγοτθικ
οί
βησιγοτθικ
ές
βησιγοτθικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βησιγοτθικός
<
Βησιγότθος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βησιγοτθικός, -ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στους
Βησιγότθους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βησιγοτθικός
γαλλικά
:
wisigoth
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό