βερέμης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βερέμης | οι | βερέμηδες |
γενική | του | βερέμη | των | βερέμηδων |
αιτιατική | τον | βερέμη | τους | βερέμηδες |
κλητική | βερέμη | βερέμηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veˈɾe.mis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐ρέ‐μης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερέμης αρσενικό (θηλυκό βερέμισσα)
- (παρωχημένο) άνθρωπος καχεκτικός και αδύναμος
- ※ Ήμουν νευρικός, μικρός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, αλλοπρόσαλλος, βερέμης, κλαψιάρης, παραπονιάρης, λιγόψυχος, ανυπόμονος, ατίθασος, επίμονος, πεισματάρης […].
- Ρώμος Φιλύρας, Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά, επιμέλεια-πρόλογος: Γιάννης Παπακώστας (Αθήνα, Καστανιώτης, 2007, ISBN 9789600344554), σ. 35.
- ※ Ήμουν νευρικός, μικρός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, αλλοπρόσαλλος, βερέμης, κλαψιάρης, παραπονιάρης, λιγόψυχος, ανυπόμονος, ατίθασος, επίμονος, πεισματάρης […].
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βερέμης
|
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'βερέμης'.