Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βεβαιόπιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βεβαιόπιστ
ος
η
βεβαιόπιστ
η
το
βεβαιόπιστ
ο
γενική
του
βεβαιόπιστ
ου
της
βεβαιόπιστ
ης
του
βεβαιόπιστ
ου
αιτιατική
τον
βεβαιόπιστ
ο
τη
βεβαιόπιστ
η
το
βεβαιόπιστ
ο
κλητική
βεβαιόπιστ
ε
βεβαιόπιστ
η
βεβαιόπιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βεβαιόπιστ
οι
οι
βεβαιόπιστ
ες
τα
βεβαιόπιστ
α
γενική
των
βεβαιόπιστ
ων
των
βεβαιόπιστ
ων
των
βεβαιόπιστ
ων
αιτιατική
τους
βεβαιόπιστ
ους
τις
βεβαιόπιστ
ες
τα
βεβαιόπιστ
α
κλητική
βεβαιόπιστ
οι
βεβαιόπιστ
ες
βεβαιόπιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βεβαιόπιστος
< (
ελληνιστική κοινή
)
βεβαιόπιστος
Επίθετο
επεξεργασία
βεβαιόπιστος
(
σπάνιο
) που είναι
βέβαιος
στην
πίστη
του
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βέβαιος
και
πίστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βεβαιόπιστος