βασιλικιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασιλικιώτικος < Βασιλικιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.si.liˈco.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λι‐κιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
βασιλικιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βασιλικιώτικος
|