Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασιλικιώτικος η βασιλικιώτικη το βασιλικιώτικο
      γενική του βασιλικιώτικου της βασιλικιώτικης του βασιλικιώτικου
    αιτιατική τον βασιλικιώτικο τη βασιλικιώτικη το βασιλικιώτικο
     κλητική βασιλικιώτικε βασιλικιώτικη βασιλικιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασιλικιώτικοι οι βασιλικιώτικες τα βασιλικιώτικα
      γενική των βασιλικιώτικων των βασιλικιώτικων των βασιλικιώτικων
    αιτιατική τους βασιλικιώτικους τις βασιλικιώτικες τα βασιλικιώτικα
     κλητική βασιλικιώτικοι βασιλικιώτικες βασιλικιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασιλικιώτικος < Βασιλικιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.si.liˈco.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σι‐λι‐κιώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

βασιλικιώτικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία