βαρυτελής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | βαρυτελής | τὸ | βαρυτελές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | βαρυτελοῦς | τοῦ | βαρυτελοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | βαρυτελεῖ | τῷ | βαρυτελεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | βαρυτελῆ | τὸ | βαρυτελές | ||
κλητική ὦ! | βαρυτελές | βαρυτελές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βαρυτελεῖς | τὰ | βαρυτελῆ | ||
γενική | τῶν | βαρυτελῶν | τῶν | βαρυτελῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | βαρυτελέσῐ(ν) | τοῖς | βαρυτελέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαρυτελεῖς | τὰ | βαρυτελῆ | ||
κλητική ὦ! | βαρυτελεῖς | βαρυτελῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαρυτελεῖ | τὼ | βαρυτελεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βαρυτελοῖν | τοῖν | βαρυτελοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρυτελής (ελληνιστική κοινή) < βαρυ- + -τελής
Επίθετο
επεξεργασίαβαρυτελής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- (σε πάπυρο) που υφίσταται βαριά φορολογία
- ※ 6ος κε αιώνας, ⌘ p.lond.5.1674, στ. 33, (32-35), @papyri.info
- καὶ ὡς ἐπὶ π̣λείω
βαρυτελῶν τυγχανόντων διὰ τὴν τῶν κακοφυῶν ἡμῶν ἀρουρῶν
ἀκαρπίαν ἐκανονίσθημεν ἔκπαλαι ἅμα τῷ π̣α̣ν̣τὶ τῆς παντάθλιας Ἀ̣ν̣τ̣α̣ί̣[ου]
[κτήτο(?)]ρ̣[ι(?)] δ̣[ύο] μόνα κεράτια ἑκάστης ἀρούρης σπορίμης γῆς,
- καὶ ὡς ἐπὶ π̣λείω
- ※ 6ος κε αιώνας, ⌘ p.lond.5.1674, στ. 33, (32-35), @papyri.info
Πηγές
επεξεργασία- βαρυτελής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.