Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βανδαλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βανδαλικ
ός
η
βανδαλικ
ή
το
βανδαλικ
ό
γενική
του
βανδαλικ
ού
της
βανδαλικ
ής
του
βανδαλικ
ού
αιτιατική
τον
βανδαλικ
ό
τη
βανδαλικ
ή
το
βανδαλικ
ό
κλητική
βανδαλικ
έ
βανδαλικ
ή
βανδαλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βανδαλικ
οί
οι
βανδαλικ
ές
τα
βανδαλικ
ά
γενική
των
βανδαλικ
ών
των
βανδαλικ
ών
των
βανδαλικ
ών
αιτιατική
τους
βανδαλικ
ούς
τις
βανδαλικ
ές
τα
βανδαλικ
ά
κλητική
βανδαλικ
οί
βανδαλικ
ές
βανδαλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βανδαλικός
<
Βάνδαλος
Επίθετο
επεξεργασία
βανδαλικός
που αφορά τους
Βανδάλους
(μεταφορικά)
άγριος
,
βάρβαρος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Βάνδαλοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βανδαλικός