Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βανδαλικός η βανδαλική το βανδαλικό
      γενική του βανδαλικού της βανδαλικής του βανδαλικού
    αιτιατική τον βανδαλικό τη βανδαλική το βανδαλικό
     κλητική βανδαλικέ βανδαλική βανδαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βανδαλικοί οι βανδαλικές τα βανδαλικά
      γενική των βανδαλικών των βανδαλικών των βανδαλικών
    αιτιατική τους βανδαλικούς τις βανδαλικές τα βανδαλικά
     κλητική βανδαλικοί βανδαλικές βανδαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βανδαλικός < Βάνδαλος

  Επίθετο επεξεργασία

βανδαλικός

  1. που αφορά τους Βανδάλους
  2. (μεταφορικά) άγριος, βάρβαρος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία