βάβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάβω | οι | βάβες |
γενική | της | βάβως | των | βάβων |
αιτιατική | τη | βάβω | τις | βάβες |
κλητική | βάβω | βάβες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βάβω < μπάμπω < σλαβικής προέλευσης бабо, κλητική τού баба < πρωτοσλαβική *baba (νηπιακή λέξη)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)