πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μπάμπω
      γενική της μπάμπως
    αιτιατική την μπάμπω
     κλητική μπάμπω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάμπω θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (λαϊκότροπο) ηλικιωμένη γυναίκα
  2. (λαογραφία, γαστρονομία) παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο έδεσμα της Θράκης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)