→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἴσυλος τὸ αἴσυλον
      γενική τοῦ/τῆς αἰσύλου τοῦ αἰσύλου
      δοτική τῷ/τῇ αἰσύλ τῷ αἰσύλ
    αιτιατική τὸν/τὴν αἴσυλον τὸ αἴσυλον
     κλητική ! αἴσυλε αἴσυλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἴσυλοι τὰ αἴσυλ
      γενική τῶν αἰσύλων τῶν αἰσύλων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἰσύλοις τοῖς αἰσύλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἰσύλους τὰ αἴσυλ
     κλητική ! αἴσυλοι αἴσυλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰσύλω τὼ αἰσύλω
      γεν-δοτ τοῖν αἰσύλοιν τοῖν αἰσύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἴσυλος < Πιθανόν προέλευσης από την προελληνική .[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

αἴσυλος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- αἴσυλος σελ. 44 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.