αἴσυλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | αἴσυλος | τὸ | αἴσυλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | αἰσύλου | τοῦ | αἰσύλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | αἰσύλῳ | τῷ | αἰσύλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | αἴσυλον | τὸ | αἴσυλον | ||
κλητική ὦ! | αἴσυλε | αἴσυλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | αἴσυλοι | τὰ | αἴσυλᾰ | ||
γενική | τῶν | αἰσύλων | τῶν | αἰσύλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | αἰσύλοις | τοῖς | αἰσύλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | αἰσύλους | τὰ | αἴσυλᾰ | ||
κλητική ὦ! | αἴσυλοι | αἴσυλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰσύλω | τὼ | αἰσύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰσύλοιν | τοῖν | αἰσύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἴσυλος < Πιθανόν προέλευσης από την προελληνική .[1]
Επίθετο
επεξεργασίααἴσυλος, -ος, -ον
- απρεπής, ασεβής, ανάρμοστος, κακός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 232 (230-232)
- μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω | σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς, | ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι,
- στο μέλλον λέω άλλος πια δεν θα βρεθεί καλός κι ευγενικός | σκηπτρούχος βασιλεύς, που μέσα του το δίκιο να πρεσβεύει· | θα ᾽ναι για πάντα αλύγιστος, δοσμένος στ᾽ ανίερα έργα·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω | σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς, | ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι,
- 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 10 (8-10)
- μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω | σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς, | ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι·
- κανένας πια που το βασιλικό ραβδί κρατά δεν θα ᾽ναι πρόθυμος, | ήπιος και νηφάλιος, μήτε βαθιά στα φρένα του το δίκιο θα γνωρίζει, | μόνο από δω και πέρα θα μπορεί να δείχνεται άσπλαχνος, να ξεστρατίζει σε παράνομα έργα,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω | σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς, | ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι·
- 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 232 (230-232)
- ≠ αντώνυμα: αἴσιμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- αἴσυλος σελ. 44 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- αἴσυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴσυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.