↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχυρώδης η αχυρώδης το αχυρώδες
      γενική του αχυρώδους της αχυρώδους του αχυρώδους
    αιτιατική τον αχυρώδη την αχυρώδη το αχυρώδες
     κλητική αχυρώδη(ς) αχυρώδης αχυρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχυρώδεις οι αχυρώδεις τα αχυρώδη
      γενική των αχυρωδών των αχυρωδών των αχυρωδών
    αιτιατική τους αχυρώδεις τις αχυρώδεις τα αχυρώδη
     κλητική αχυρώδεις αχυρώδεις αχυρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχυρώδης < (ελληνιστική κοινήἀχυρώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

αχυρώδης, -ης, -ες

  1. που είναι γεμάτος άχυρα
  2. (παρωχημένο) που μοιάζει με άχυρο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία