αχυρώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αχυρώδης | η | αχυρώδης | το | αχυρώδες |
γενική | του | αχυρώδους | της | αχυρώδους | του | αχυρώδους |
αιτιατική | τον | αχυρώδη | την | αχυρώδη | το | αχυρώδες |
κλητική | αχυρώδη(ς) | αχυρώδης | αχυρώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αχυρώδεις | οι | αχυρώδεις | τα | αχυρώδη |
γενική | των | αχυρωδών | των | αχυρωδών | των | αχυρωδών |
αιτιατική | τους | αχυρώδεις | τις | αχυρώδεις | τα | αχυρώδη |
κλητική | αχυρώδεις | αχυρώδεις | αχυρώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχυρώδης < (ελληνιστική κοινή) ἀχυρώδης
Επίθετο
επεξεργασίααχυρώδης, -ης, -ες
- που είναι γεμάτος άχυρα
- (παρωχημένο) που μοιάζει με άχυρο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άχυρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχυρώδης
|