αχερόντειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχερόντειος < αρχαία ελληνική Ἀχερόντειος < Ἀχέρων
Επίθετο επεξεργασία
αχερόντειος
- που έχει σχέση με τον Αχέροντα, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχερόντειος