↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχαλασία οι αχαλασίες
      γενική της αχαλασίας των αχαλασιών
    αιτιατική την αχαλασία τις αχαλασίες
     κλητική αχαλασία αχαλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχαλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική achalasie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική achalasia. Μορφολογικά αναλύεται σε α- (στερητικό) + χάλασ(η) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αχαλασία θηλυκό

  • (ιατρική) αδυναμία του κατώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα να χαλαρώσει με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσφαγία, παλινδρόμηση και απώλεια βάρους
    ※  Αχαλασία είναι μια πρωτοπαθής διαταραχή κινητικότητας του οισοφάγου, κατά την οποία ο κάτω οισοφαγικός σφιγκτήρας δεν κάνει χάλαση -δεν ανοίγει- κατά την κατάποση. Έτσι ο βλωμός της τροφής δεν μπορεί να περάσει από τον οισοφάγο στο στομάχι. Σαν αποτέλεσμα, δεν επιτελούνται οι κυματοειδείς συσπάσεις των λείων μυών (επονομαζόμενες περισταλτισμός), που φυσιολογικά προωθούν το φαγητό προς το στομάχι. Γενικά, η αχαλασία αποτελεί σπάνια διαταραχή (1:100.000 άτομα/έτος). Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο συχνή στις δεκαετιές των 30 και των 70.
    Αχαλασία, @esophagus.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 01-09-2024.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αχαλασίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)