Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφρισμέν
ος
η
αφρισμέν
η
το
αφρισμέν
ο
γενική
του
αφρισμέν
ου
της
αφρισμέν
ης
του
αφρισμέν
ου
αιτιατική
τον
αφρισμέν
ο
την
αφρισμέν
η
το
αφρισμέν
ο
κλητική
αφρισμέν
ε
αφρισμέν
η
αφρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφρισμέν
οι
οι
αφρισμέν
ες
τα
αφρισμέν
α
γενική
των
αφρισμέν
ων
των
αφρισμέν
ων
των
αφρισμέν
ων
αιτιατική
τους
αφρισμέν
ους
τις
αφρισμέν
ες
τα
αφρισμέν
α
κλητική
αφρισμέν
οι
αφρισμέν
ες
αφρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αφρισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αφρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφρισμένος