Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφορμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφορμισμέν
ος
η
αφορμισμέν
η
το
αφορμισμέν
ο
γενική
του
αφορμισμέν
ου
της
αφορμισμέν
ης
του
αφορμισμέν
ου
αιτιατική
τον
αφορμισμέν
ο
την
αφορμισμέν
η
το
αφορμισμέν
ο
κλητική
αφορμισμέν
ε
αφορμισμέν
η
αφορμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφορμισμέν
οι
οι
αφορμισμέν
ες
τα
αφορμισμέν
α
γενική
των
αφορμισμέν
ων
των
αφορμισμέν
ων
των
αφορμισμέν
ων
αιτιατική
τους
αφορμισμέν
ους
τις
αφορμισμέν
ες
τα
αφορμισμέν
α
κλητική
αφορμισμέν
οι
αφορμισμέν
ες
αφορμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αφορμισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αφορμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφορμισμένος