αφλεγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφλεγής | η | αφλεγής | το | αφλεγές |
γενική | του | αφλεγούς* | της | αφλεγούς | του | αφλεγούς |
αιτιατική | τον | αφλεγή | την | αφλεγή | το | αφλεγές |
κλητική | αφλεγή(ς) | αφλεγής | αφλεγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφλεγείς | οι | αφλεγείς | τα | αφλεγή |
γενική | των | αφλεγών | των | αφλεγών | των | αφλεγών |
αιτιατική | τους | αφλεγείς | τις | αφλεγείς | τα | αφλεγή |
κλητική | αφλεγείς | αφλεγείς | αφλεγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφλεγής < (ελληνιστική κοινή) ἀφλεγής
Επίθετο
επεξεργασίααφλεγής, -ής, -ές
- άλλη μορφή του άφλεκτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφλεγής
|