Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλόκερδος η αφιλόκερδη το αφιλόκερδο
      γενική του αφιλόκερδου της αφιλόκερδης του αφιλόκερδου
    αιτιατική τον αφιλόκερδο την αφιλόκερδη το αφιλόκερδο
     κλητική αφιλόκερδε αφιλόκερδη αφιλόκερδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλόκερδοι οι αφιλόκερδες τα αφιλόκερδα
      γενική των αφιλόκερδων των αφιλόκερδων των αφιλόκερδων
    αιτιατική τους αφιλόκερδους τις αφιλόκερδες τα αφιλόκερδα
     κλητική αφιλόκερδοι αφιλόκερδες αφιλόκερδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφιλόκερδος < αφιλοκερδής + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

αφιλόκερδος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία