φιλοκερδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοκερδής < αρχαία ελληνική φιλοκερδής < φίλος + κέρδος
Επίθετο επεξεργασία
φιλοκερδής
- εκείνος που αγαπά το κέρδος περισσότερο από το αποδεκτό, ο άπληστος, ο κερδοσκόπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοκερδής
|