φιλοκερδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιλοκερδής | η | φιλοκερδής | το | φιλοκερδές |
γενική | του | φιλοκερδούς* | της | φιλοκερδούς | του | φιλοκερδούς |
αιτιατική | τον | φιλοκερδή | τη | φιλοκερδή | το | φιλοκερδές |
κλητική | φιλοκερδή(ς) | φιλοκερδής | φιλοκερδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιλοκερδείς | οι | φιλοκερδείς | τα | φιλοκερδή |
γενική | των | φιλοκερδών | των | φιλοκερδών | των | φιλοκερδών |
αιτιατική | τους | φιλοκερδείς | τις | φιλοκερδείς | τα | φιλοκερδή |
κλητική | φιλοκερδείς | φιλοκερδείς | φιλοκερδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλοκερδής < αρχαία ελληνική φιλοκερδής[1] [2] [3] < φίλος + κέρδος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.lo.cerˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λο‐κερ‐δής
Επίθετο
επεξεργασίαφιλοκερδής, -ής, -ές
- (λόγιο) που αγαπά το κέρδος περισσότερο από το αποδεκτό, ο άπληστος, ο κερδοσκόπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αφιλόκερδα
- αφιλοκέρδεια
- αφιλοκερδές
- αφιλοκερδής / αφιλόκερδος
- αφιλοκερδώς
- φιλοκέρδεια
- φιλοκερδές
- φιλόκερδος
- φιλοκερδώς
- → δείτε τις λέξεις φίλος και κέρδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοκερδής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φιλοκερδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ φιλοκερδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ φιλοκερδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)