Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυυτοαναιρούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυυτοαναιρούμεν
ος
η
αυυτοαναιρούμεν
η
το
αυυτοαναιρούμεν
ο
γενική
του
αυυτοαναιρούμεν
ου
της
αυυτοαναιρούμεν
ης
του
αυυτοαναιρούμεν
ου
αιτιατική
τον
αυυτοαναιρούμεν
ο
την
αυυτοαναιρούμεν
η
το
αυυτοαναιρούμεν
ο
κλητική
αυυτοαναιρούμεν
ε
αυυτοαναιρούμεν
η
αυυτοαναιρούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυυτοαναιρούμεν
οι
οι
αυυτοαναιρούμεν
ες
τα
αυυτοαναιρούμεν
α
γενική
των
αυυτοαναιρούμεν
ων
των
αυυτοαναιρούμεν
ων
των
αυυτοαναιρούμεν
ων
αιτιατική
τους
αυυτοαναιρούμεν
ους
τις
αυυτοαναιρούμεν
ες
τα
αυυτοαναιρούμεν
α
κλητική
αυυτοαναιρούμεν
οι
αυυτοαναιρούμεν
ες
αυυτοαναιρούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυυτοαναιρούμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αυτοαναιρώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
αυτοκαταργούμενος
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυυτοαναιρούμενος