αυυτοαναιρούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
αυυτοαναιρούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αυτοαναιρώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυυτοαναιρούμενος
|
αυυτοαναιρούμενος
|