αυτοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική autophobia < αρχαία ελληνική αὐτός + φόβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοφοβία θηλυκό
- (ψυχιατρική) η φοβία κάποιου να μείνει μόνος του ή (γενικότερα) η φοβία του εαυτού του