Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοτραυματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοτραυματισμέν
ος
η
αυτοτραυματισμέν
η
το
αυτοτραυματισμέν
ο
γενική
του
αυτοτραυματισμέν
ου
της
αυτοτραυματισμέν
ης
του
αυτοτραυματισμέν
ου
αιτιατική
τον
αυτοτραυματισμέν
ο
την
αυτοτραυματισμέν
η
το
αυτοτραυματισμέν
ο
κλητική
αυτοτραυματισμέν
ε
αυτοτραυματισμέν
η
αυτοτραυματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοτραυματισμέν
οι
οι
αυτοτραυματισμέν
ες
τα
αυτοτραυματισμέν
α
γενική
των
αυτοτραυματισμέν
ων
των
αυτοτραυματισμέν
ων
των
αυτοτραυματισμέν
ων
αιτιατική
τους
αυτοτραυματισμέν
ους
τις
αυτοτραυματισμέν
ες
τα
αυτοτραυματισμέν
α
κλητική
αυτοτραυματισμέν
οι
αυτοτραυματισμέν
ες
αυτοτραυματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυτοτραυματισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αυτοτραυματίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοτραυματισμένος