↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοτραυματισμένος η αυτοτραυματισμένη το αυτοτραυματισμένο
      γενική του αυτοτραυματισμένου της αυτοτραυματισμένης του αυτοτραυματισμένου
    αιτιατική τον αυτοτραυματισμένο την αυτοτραυματισμένη το αυτοτραυματισμένο
     κλητική αυτοτραυματισμένε αυτοτραυματισμένη αυτοτραυματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοτραυματισμένοι οι αυτοτραυματισμένες τα αυτοτραυματισμένα
      γενική των αυτοτραυματισμένων των αυτοτραυματισμένων των αυτοτραυματισμένων
    αιτιατική τους αυτοτραυματισμένους τις αυτοτραυματισμένες τα αυτοτραυματισμένα
     κλητική αυτοτραυματισμένοι αυτοτραυματισμένες αυτοτραυματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αυτοτραυματισμένος





  Μεταφράσεις

επεξεργασία