Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Λέξη με λίγες αναφορές. --sarri.greek (συζήτηση) 06:01, 26 Σεπτεμβρίου 2019 (UTC).


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπεριπλοκή οι αυτοπεριπλοκές
      γενική της αυτοπεριπλοκής των αυτοπεριπλοκών
    αιτιατική την αυτοπεριπλοκή τις αυτοπεριπλοκές
     κλητική αυτοπεριπλοκή αυτοπεριπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
αυτοπεριπλοκή < αυτο- + περιπλοκή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοπεριπλοκή θηλυκό

  1. η εμπλοκή συστατικών του ίδιου συνόλου
  2. αυτοεγκλωβισμός, εγκλωβισμός κάποιου από τον εαυτό του

Συνώνυμα

επεξεργασία