Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοεμπλοκή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοεμπλοκ
ή
οι
αυτοεμπλοκ
ές
γενική
της
αυτοεμπλοκ
ής
των
αυτοεμπλοκ
ών
αιτιατική
την
αυτοεμπλοκ
ή
τις
αυτοεμπλοκ
ές
κλητική
αυτοεμπλοκ
ή
αυτοεμπλοκ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία el
επεξεργασία
αυτοεμπλοκή
<
αυτο-
+
εμπλοκή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοεμπλοκή
θηλυκό
η
εμπλοκή
συστατικών του ίδιου
συνόλου
αυτοεγκλωβισμός
, εγκλωβισμός κάποιου από τον εαυτό του