αυτοεγκλωβισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- αυτοεγκλωβισμός < αυτο- + εγκλωβισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοεγκλωβισμός αρσενικό και αυτεγκλωβισμός
- εγκλωβισμός κάποιου από τον εαυτό του
αυτοεγκλωβισμός αρσενικό και αυτεγκλωβισμός