Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτεγκλωβισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αυτεγκλωβισμ
ός
οι
αυτεγκλωβισμ
οί
γενική
του
αυτεγκλωβισμ
ού
των
αυτεγκλωβισμ
ών
αιτιατική
τον
αυτεγκλωβισμ
ό
τους
αυτεγκλωβισμ
ούς
κλητική
αυτεγκλωβισμ
έ
αυτεγκλωβισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία el
επεξεργασία
αυτεγκλωβισμός
<
αυτ-
+
εγκλωβισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτεγκλωβισμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
αυτοεγκλβωισμός