↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπεραίωση οι αυτοπεραιώσεις
      γενική της αυτοπεραίωσης* των αυτοπεραιώσεων
    αιτιατική την αυτοπεραίωση τις αυτοπεραιώσεις
     κλητική αυτοπεραίωση αυτοπεραιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπεραιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοπεραίωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self assessment. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + περαίωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοπεραίωση θηλυκό

  • (οικονομία, λογιστική) (νεολογισμός) αυτόματη τακτοποίηση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων
    ※  Η διαδικασία «αυτοελέγχου» ή «αυτοπεραίωσης» που καθιερώθηκε με τον φορολογικό νόμο 3842/2010 προβλέπει ότι όλοι οι υπαγόμενοι επιτηδευματίες οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν τα ακαθάριστα έσοδα του έτους 2012 με βάση τις δαπάνες και τις αποσβέσεις.
    Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά, Συνοπτική αυτοπεραίωση για 500.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, (20-03-2013) @bep.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 28-05-2023

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αυτοπεραίωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)