Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοπαρουσιαζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοπαρουσιαζόμεν
ος
η
αυτοπαρουσιαζόμεν
η
το
αυτοπαρουσιαζόμεν
ο
γενική
του
αυτοπαρουσιαζόμεν
ου
της
αυτοπαρουσιαζόμεν
ης
του
αυτοπαρουσιαζόμεν
ου
αιτιατική
τον
αυτοπαρουσιαζόμεν
ο
την
αυτοπαρουσιαζόμεν
η
το
αυτοπαρουσιαζόμεν
ο
κλητική
αυτοπαρουσιαζόμεν
ε
αυτοπαρουσιαζόμεν
η
αυτοπαρουσιαζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοπαρουσιαζόμεν
οι
οι
αυτοπαρουσιαζόμεν
ες
τα
αυτοπαρουσιαζόμεν
α
γενική
των
αυτοπαρουσιαζόμεν
ων
των
αυτοπαρουσιαζόμεν
ων
των
αυτοπαρουσιαζόμεν
ων
αιτιατική
τους
αυτοπαρουσιαζόμεν
ους
τις
αυτοπαρουσιαζόμεν
ες
τα
αυτοπαρουσιαζόμεν
α
κλητική
αυτοπαρουσιαζόμεν
οι
αυτοπαρουσιαζόμεν
ες
αυτοπαρουσιαζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυτοπαρουσιαζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
αυτοπαρουσιάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοπαρουσιαζόμενος