Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοβιογραφούμενος η αυτοβιογραφούμενη το αυτοβιογραφούμενο
      γενική του αυτοβιογραφούμενου της αυτοβιογραφούμενης του αυτοβιογραφούμενου
    αιτιατική τον αυτοβιογραφούμενο την αυτοβιογραφούμενη το αυτοβιογραφούμενο
     κλητική αυτοβιογραφούμενε αυτοβιογραφούμενη αυτοβιογραφούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοβιογραφούμενοι οι αυτοβιογραφούμενες τα αυτοβιογραφούμενα
      γενική των αυτοβιογραφούμενων των αυτοβιογραφούμενων των αυτοβιογραφούμενων
    αιτιατική τους αυτοβιογραφούμενους τις αυτοβιογραφούμενες τα αυτοβιογραφούμενα
     κλητική αυτοβιογραφούμενοι αυτοβιογραφούμενες αυτοβιογραφούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αυτοβιογραφούμενος




  Μεταφράσεις επεξεργασία