αυλωνίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυλωνίτικος < Αυλωνίτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vloˈni.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐λω‐νί‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
αυλωνίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με το όνομα Αυλώνας ή τους κατοίκους του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυλωνίτικος
|