Αυλωνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vloˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐λω‐νί‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αυλωνίτης αρσενικό (θηλυκό Αυλωνίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή είναι κάτοικος οικισμού με το όνομα Αυλώνας
Συγγενικά επεξεργασία
- Αυλώνας
- αυλωνίτικος
- Αυλωνίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αυλωνίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αυλωνίτης | οι | Αυλωνίτηδες |
γενική | του | Αυλωνίτη* | των | Αυλωνίτηδων |
αιτιατική | τον | Αυλωνίτη | τους | Αυλωνίτηδες |
κλητική | Αυλωνίτη | Αυλωνίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αυλωνίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αυλωνίτης < πατριδωνυμικό Αυλωνίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αυλωνίτης αρσενικό (θηλυκό Αυλωνίτη ή Αυλωνίτου)