ατραγούδιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατραγούδιστος < α- + τραγουδιστός
Επίθετο επεξεργασία
ατραγούδιστος, -η, -ο
- που δεν έχει τραγουδιστεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ατραγούδιστα
- → δείτε τις λέξεις τραγουδώ, τράγος και άδω