↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασχεδίαστος η ασχεδίαστη το ασχεδίαστο
      γενική του ασχεδίαστου της ασχεδίαστης του ασχεδίαστου
    αιτιατική τον ασχεδίαστο την ασχεδίαστη το ασχεδίαστο
     κλητική ασχεδίαστε ασχεδίαστη ασχεδίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασχεδίαστοι οι ασχεδίαστες τα ασχεδίαστα
      γενική των ασχεδίαστων των ασχεδίαστων των ασχεδίαστων
    αιτιατική τους ασχεδίαστους τις ασχεδίαστες τα ασχεδίαστα
     κλητική ασχεδίαστοι ασχεδίαστες ασχεδίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχεδίαστος < α- στερητικό + σχεδιάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασχεδίαστος, -η, -ο

  • ο μη σχεδιασμένος
    δύο κύκλοι που έπρεπε να γίνουν στο χαρτί είναι τώρα ασχεδίαστοι

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία