Δείτε επίσης: ασφάλιστρο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασφάλισμα τα ασφαλίσματα
      γενική του ασφαλίσματος των ασφαλισμάτων
    αιτιατική το ασφάλισμα τα ασφαλίσματα
     κλητική ασφάλισμα ασφαλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασφάλισμα < ασφαλίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασφάλισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία